ΧΡΩΜΑΤΑ

 

 

ΕΡΓΑΣΙΑ  ΣΤΗΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ 

 

ΕΡΓΑΣΙΑ  :ΧΡΩΜΑΤΑ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:ΣΟΦΙΑ  ΛΟΥΛΟΥΔΗ

ΤΑΞΗ :Α2 σχολ.έτος 2007-8

Οι διάφορες διαβαθμίσεις της εξωτερικής χροιάς των αντικειμένων, από μαύρο μέχρι άσπρο. Ο ορισμός αυτός είναι εντελώς πρόχειρος, μια και το χρώμα είναι άμεσα συνδεμένο με το ίδιο το φως. Απαραίτητος όρος για την ύπαρξη των χρωμάτων είναι η παρουσία του φωτός, τουλάχιστον όσον αφορά την ανθρώπινη όραση. Οι βασικές κατηγορίες χρωμάτων στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως δια μέσου ενός πρίσματος, είναι εφτά: ιώδες, βαθύ μπλε, μπλε, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί και κόκκινο. Αυτά είναι τα γνωστά χρώματα της ίριδας. Όλα τα άλλα χρώματα είναι συνθέσεις των βασικών χρωμάτων. Όσο ελαττώνεται ο φωτισμός του περιβάλλοντος, τα χρώματα αρχίζουν να τείνουν προς το ιώδες και τελικά, όταν ο φωτισμός μηδενιστεί τελείως, γίνονται μαύρο.Η φύση του φωτός και των χρωμάτων απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη από την αρχαιότητα, αλλά από τις αρχές του 20ού αι. η φύση του φωτός μπόρεσε να ερμηνευτεί πλήρως.   

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο αμφιβληστροειδής, μην μπορώντας να αντιληφθεί το κάθε χρώμα χωριστά, έχει τη συνολική "αντίληψη" των διαφόρων χρωμάτων, δηλ. το άσπρο. Αν πάρουμε τώρα ένα πολύ μικρό τμήμα του φωτός, που έχει ένα μόνο μήκος κύματος, τότε λέμε ότι το φως αυτό, με το παραπάνω μήκος κύματος, θα δώσει ένα απλό καθαρό χρώμα. Για κάθε μήκος κύματος, λοιπόν, θα υπάρχει και ένα ορισμένο φως, όπως και ένα ορισμένο χρώμα. Αν συνθέσουμε όλα τα μήκη κύματος, δηλ. από 4.000 έως 7.500 Ε, θα πετύχουμε ένα σύνθετο φως, το άσπρο. Το άσπρο χρώμα μπορεί να επιτευχθεί και με την ανάμειξη μόνο δυο χρωμάτων, αρκεί αυτά να είναι συμπληρωματικά, δηλ. κόκκινο - πράσινο, κίτρινο - ιώδες, πορτοκαλί - μπλε κ.λπ. Όσο αφορά τα μήκη κύματος κάτω από 4.000 και πάνω από 7.500 Ε, αυτά αντιστοιχούν σε μη ορατό φως (υπεριώδες, υπέρυθρο).

Η αίσθηση που έχει το ανθρώπινο μάτι για τα χρώματα είναι αρκετά υποκειμενική. Δηλ. ο άνθρωπος από τη βρεφική μέχρι την παιδική ηλικία αρχίζει και αντιλαμβάνεται τα χρώματα. Σε πολλές ανωμαλίες βιολογικής φύσης είναι αδύνατη η αντίληψη των χρωμάτων με ικανότητα διάκρισης μόνο μεταξύ άσπρου και μαύρου. Σε ελαφρότερης μορφής ανωμαλίες (αχρωματοψία) υπάρχει δυσκολία να διακρίνει μεταξύ ορισμένων χρωμάτων (συγχέει π.χ. το πράσινο με το μπλε κ.λπ.). Μεγάλη σημασία στην αντίληψη των χρωμάτων έχει και ο τρόπος με τον οποίο ένα ορισμένο αντικείμενο αντανακλά μια ορισμένη ακτινοβολία. Αν, για παράδειγμα, φωτίσουμε μερικά αντικείμενα με μονοχρωματικό φως νατρίου, που είναι κίτρινο, τα αντικείμενα που αντανακλούν αυτό το χρώμα θα φανούν κίτρινα, ενώ τα υπόλοιπα θα φανούν μαύρα.

Ατμοσφαιρικό   οπτικό  φαινόμενο  που  προκαλείται  από  την   ανάκλαση, διάθλαση  και  ανάλυση  του  ηλιακού  φωτός ,  όταν  αυτό  πέφτει  σε μικρές  σταγόνες  βροχής . Η  μορφή  του  είναι   όμοια  με  τόξο  κύκλου  που  οπτικά  μπορεί  να   φτάσει  στις  διαστάσεις  των  180˚  (ημικύκλιο ) .  Η   ορική  περίπτωση   του  τόξου  180˚  συμβαίνει  όταν  ο ήλιος  βρίσκεται  σχεδόν   στον  ορίζοντα , οπότε  ευθεία που πέρνα  από  το  κέντρο  του  και  τον  παρατηρητή , πέφτει  πάνω  στο  κέντρο  του  νοητού  κύκλου  στον  οποίο  σχηματίζεται  το  ημικύκλιο  του  ουράνιου  τόξου . Στις  γι’αυτό  ονομάζεται  περισσότερες  περιπτώσεις  ο  παρατηρητής  βλέπει  δυο  ουράνια  τόξα , το  εσωτερικό  και  το  εξωτερικό .  Αυτά  είναι  ομόκεντρα  και  έχουν  τις  εξής  διαφορές :              

 

α)το  εσωτερικό  είναι  περισσότερο  φωτεινό  (γι’αυτό  ονομάζεται  πρωτεύον  ουράνιο  τόξο ),ενώ  το  εξωτερικό  είναι  λιγότερο φωτεινό  (γι’ αυτό  ονομάζεται  δευτερεύον   ουράνιο  τόξο ) .   

 

 

β)Τα   ακραία  χρώματα  του  φάσματος , που  προκύπτουν από  την  ανάλυση  του  ηλιακού  φωτός ,  παρουσιάζονται   ανεστραμμένα  στα    (ί)   και  εξωτερικά  το  ερυθρό  (ε)   χρώμα ,  ενώ  στο  δευτερεύον  τόξο  έχουμε  το   ερυθρό  (ε)  στο  εσωτερικό  και  το  ιώδες  (ί)  στο  εξωτερικό   του   τόξου . 

         

  Οι  δυο  αυτές  διαφορές   οφείλονται   στο   γεγονός  ότι  στο  πρωτεύον  τόξο  η  ηλιακή   ακτίνα  αντανακλάται  στο  εσωτερικό   της   σταγόνας  βροχής  μια  φορά ,  ενώ  στο  δευτερεύον  τόξο  έχουμε   δυο  διαδοχικές  εσωτερικές  ανακλάσεις , με  αποτέλεσμα  μικρότερη  φωτεινότητα   και  αντιστροφή  των  ακραίων  χρωμάτων  του  ηλιακού  φάσματος  .

   

   Από  την  γεωμετρία  των   ανακλώμενων   και  διαθλώμενων   ακτίνων    φαίνεται  ότι  οι  ακτίνες ,που  βγαίνουν  από  τις   υδροσταγόνες, επιστρέφουν  προς  την   μεριά  του  ήλιου  με   γωνίες  40˚ και  50˚περίπου,ως  προς  την   διεύθυνση  προσπτώσεις  των  ηλιακών   ακτίνων  στις  σταγόνες .Αυτό   σημαίνει   ότι   ο  παρατηρητής   βλέπει   το  ουράνιο  τόξο  μόνο  όταν  βρίσκεται  ανάμεσα  στον  και  τις  υδροσταγόνες  και  έχει  τις   πλάτες του  γυρισμένες  προς  τον   ήλιο . Σε  αντίθετη  περίπτωση, το  ουράνιο  τόξο  σχηματίζεται ,αλλά  δεν  τον  βλέπει  ο  παρατηρητής . Υπάρχει  βέβαια  η  περίπτωση , ο  ήλιος  να  βρίσκεται  σε   σημαντικό  ύψος   (σε  σχέση  με  το  ύψος  των  σταγόνων  από  το   έδαφος ), οπότε  η   γωνία  πρόπτωσης  των  ηλιακών  ακτίνων   πάνω  στις  υδροσταγόνες ,δεν  επιτρέπεται του  ηλιακού  φωτός  και  έτσι  δεν  έχουμε  σχηματισμό  ουράνιου  τόξο . Το  φαινόμενο  παρατηρείται  μερικές  φορές  και  κοντά  στους  καταρράχτες, όπου  το  ηλιακό  φως  αναλύεται  από  τα  αιρούμενα   υδροσταγονίδια   κατά  μήκος   της  πρόσπτωσης  από  το  ύψος  του  καταρράχτη  από  το  έδαφος .